- χρυσοποικιλτής
- οαυτός που διακοσμεί υφάσματα με χρυσό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρυσοποικιλτής — ο, Ν τεχνίτης ειδικός στην διακόσμηση υφασμάτων και ενδυμάτων με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ποικιλτής (< ποικίλλω). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χρυσοποικιλτικός — ή, ό, Ν [χρυσοποικιλτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρυσοποικιλτή 2. το θηλ. ως ουσ. η χρυσοποικιλτική η τέχνη τού χρυσοποικιλτή … Dictionary of Greek
χρυσορράπτης — ο, Ν χρυσοποικιλτής … Dictionary of Greek